- ἀγκιστρευτικός
- ἀγκιστρ-ευτικός, ή, όν,A of or for angling: τὸ -κόν, angling, Pl.Sph.22od;
-κὴ τέχνη Gal.Thras. 30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κὴ τέχνη Gal.Thras. 30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκιστρευτικός — ἀγκιστρευτικός ή, όν (Α) [ἀγκιστρεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι αυτό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγκιστρευτικόν η ἀγκιστρεία* … Dictionary of Greek
ἀγκιστρευτικόν — ἀγκιστρευτικός of masc acc sg ἀγκιστρευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκιστρευτικοῦ — ἀγκιστρευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκιστρευτική — ἀγκιστρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκιστρεύω — ἀγκιστρεύω (Α) 1. ψαρεύω με αγκίστρι 2. δελεάζω, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρο. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεία, ἀγκιστρευτικός] … Dictionary of Greek